Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

"Χρειάζομαι ένα τόπο για να ζήσω που να μην έχει σημαία"/ Tάσος Σαγρής







Bαδίζω με μικρά αργά βήματα
και όμως χιλιάδες στιγμές περνάνε σε κάθε μου βήμα

Κοιτάζω με μάτια ξεκάθαρα την κάθε ημέρα
και όμως χιλιάδες χρόνια τελειώνουνε σε κάθε ξημέρωμα

Χρειάζομαι ένα τόπο για να ζήσω που να μην έχει σημαία
Να μην χρειάζεται εχθρούς για να έχει ιστορία
Να μην χρειάζεται θρησκεία για να πιστέψει
Να μην χρειάζεται φιλοσοφία για να σκεφτεί
Να μην έχει επιστήμη για να επιβιώσει
Να μην έχει πλούτο να επιδείξει
και κυβερνήτες να διατηρεί

Χρειάζομαι ένα τόπο για να ζήσω
αλλά δεν θέλω να μου ανήκει κανένας τόπος.
Χρειάζομαι ένα κόσμο για να κατοικήσω,
μια σκιά για να βαδίσω στην άκρη της,
έναν ορίζοντα για να βρω τον δρόμο της επιστροφής,
ένα σπίτι για να μοιραστώ και να αναθρέψω τα παιδιά και τα όνειρα
και να υπερασπιστώ τον έρωτα από την φθορά του χρόνου

Χρειάζομαι μια φωνή για να μου ψιθυρίσει μύθους, παραμύθια,
τραγούδια και δράματα,
να παρηγορηθώ
για όλα αυτά που είδα παντού σε αυτό τον κόσμο
και μου άφησαν πικρή γεύση στο στόμα
και μοναξιά στο σώμα και μια απογοήτευση
που με τυλίγει συχνά και με κάνει να θέλω να φύγω,
να φύγω μακριά από εδώ
και ας ξέρω πια
πως δεν υπάρχει κανένας τόπος πουθενά για να κρυφτώ,
πουθενά να κρατηθώ, πουθενά να αρπαχτώ
πουθενά να ξεχαστώ.

Δεν υπάρχει ούτε μια μέρα, ούτε ένα τόπος, ούτε ένα βήμα, ούτε μια στιγμή
για να κρυφτώ
Χιλιάδες χρόνια περνάνε σε κάθε μου βήμα.
Κάθε στιγμή είναι η τελευταία μου ευκαιρία.
Πρέπει να βρω τον τρόπο να διαπεράσω το πέπλο της απέραντης θλίψης,
της απέραντης άγνοιας, της απέραντης νύχτας του κόσμου…
Αυτός ο κόσμος δεν έχει ούτε ένα σημείο να κρατηθώ επάνω του
Όλα περνάνε σαν αστραπές, σαν αντικατοπτρισμοί, σαν φευγαλέες αντανακλάσεις,



Πρέπει κάτι να κάνω
για να απελευθερωθώ από όσα με κρατούν φυλακισμένο,
 αναίσθητο, καθηλωμένο στην επανάληψη
και την συνήθεια και την υπακοή…

Κατοικώ σε ένα ψέμα,
τρέφομε με αυταπάτες και πίνω το δηλητήριο της εγωπάθειας
για να είμαι ανταγωνιστικός απέναντι σε αυτούς που με περιτριγυρίζουν…

Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό τον κόσμο που να είναι δικό μου
και εγώ δεν ανήκω σε αυτό τον τόπο…
 Αυτός ο τόπος…
 μου είναι ξένος,
δεν είναι δικός μου, δεν έχει τίποτα που να θυμίζει αυτό που θέλω να είμαι…
Εγώ είμαι ξένος σε αυτό τον τόπο..
Αυτός ο τόπος μου είναι ξένος…        

Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να κρυφτώ,
 δεν υπάρχει ούτε μια γωνία σε αυτό τον κόσμο για να χτίσω τις ελπίδες μου..  
Αυτός ο κόσμος φλέγεται
πυρακτωμένος από θόρυβο, πλαστές επιθυμίες  και επιτακτικές ανάγκες.
Μικρά, απειροελάχιστα σημεία του κόσμου
περικλείουν εκατομμύρια ουρλιαχτά και το αίμα και τη φρίκη
και τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων,
απειράριθμες συμπυκνωμένες χωρο-χρονικές ασυνέχειες
περιλαμβάνουν  την εξαθλίωση και τα δάκρυα
και την απόγνωση εκατομμυρίων στιγμών…

Αυτός ο κόσμος είναι μια παγίδα, το σώμα μου έχει γίνει ο χάρτης του κόσμου,
η ιστορία μου είναι η ιστορία μιας παγίδας, τα όνειρα μου είναι τυλιγμένα με αυταπάτες,
 οι φόβοι μου και οι αναστολές μου με κρατούν φυλακισμένο σε μια φυλακή που έχτισα εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου, για να κρυφτώ, να κρυφτώ…

Τώρα όμως ξέρω
πως δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο
ένα σημείο που να μπορώ να κρυφτώ από τον εαυτό μου…
Δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο σε αυτό τον κόσμο για να δραπετεύσω από τον εαυτό μου…

Πρέπει να βρω τον τρόπο να απελευθερωθώ…

Συνεχίζω να βαδίζω…
Βαδίζω με βήματα αργά.. και όμως, χιλιάδες βήματα γίνονται σε κάθε μου βήμα


                                                                


O Tάσος Σαγρής είναι ποιητής, πολιτιστικός ακτιβιστής και θεατρικός σκηνοθέτης από την καλλιτεχνική και πολιτική συλλογικότητα Κενό Δίκτυο [ http://voidnetwork.blogspot.com ]
Nέα του παράσταση: 
«Ψύχωση» της Sarah Kane, έναρξη Δευτέρα 14. 10. 2013 Θέατρο Παραμυθίας
περισσότερες πληροφορίες: 
http://theinstituteinfo.blogspot.gr/2013/09/sarah-kane.html

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

"To τέλος μιας Ιστορίας και η αρχή μιας άλλης" Τάσος Σαγρής / Κενό Δίκτυο





















Η Ζωή ξέρει να επιβάλλει το Τέλος μιας Ιστορίας και την Αρχή μιας Άλλης. Θα έπρεπε εμείς να είμαστε η μοίρα αυτού του κόσμου και όχι αυτός ο κόσμος να είναι μοίρα μας. Υπάρχει πολλή ευαισθησία, πολύ πάθος για ελευθερία, πολλή θέληση για ζωή και έκφραση, πολλή συσσωρευμένη ανάγκη για απαλλαγή από τους κυβερνήτες και τα αφεντικά στους νέους ανθρώπους αυτή την στιγμή και αυτή η χώρα γίνεται πολύ συχνά ένας βράχος που μας κρατά ακίνητους, φυλακισμένους στα λάθη του παρελθόντος και υποχρεωμένους να υπακούμε σε δολοφονικές συμβάσεις. Αυτό είναι που μας κάνει να θέλουμε να βάλουμε μια τεράστια φωτιά που θα κάψει πρώτα τα πάντα και όταν θα σβήσει θα μπορούμε επάνω στις στάχτες του παλιού μας κόσμου να χτίσουμε τα αληθινά όνειρα μας. Ίσως δεν είναι μίσος για την “Χώρα”, αλλά αγάπη για την Ζωή. Το μέλλον της κοινωνίας μας δεν ταυτίζεται με το μέλλον την καπιταλιστικής οικονομίας. Ο ενοχλητικός μονόλογος της Οικονομίας πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει.
Υπάρχουν πολύ σημαντικότερα πράγματα σε αυτή την ζωή από το χρήμα και τα περιορισμένα και ηλίθια αποκτήματα του, αυτό τώρα θα το καταλάβουμε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Τα σημαντικότερα πράγματα ούτε αγοράζονται, ούτε πωλούνται.
Η μοίρα των κατοίκων αυτής της κοινωνίας, άλλωστε, δεν ταυτίζεται με την μοίρα του Ελληνικού κράτους. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν ακριβώς στις ίδιες εκβιαστικές και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης.
Είναι τραγικό ότι δεν ταξιδεύουν πια οι Έλληνες, γιατί τότε θα ξέρανε ότι σε όλο τον κόσμο ο καπιταλισμός καταστρέφει τις ζωές μας και το περιβάλλον μας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όσο μένουμε κλειδωμένοι στα ατομικά και εθνικά μας παραμύθια δεν καταλαβαίνουμε ότι όλα όσα μας φοβίζουν και όλα όσα ελπίζουμε και ό,τι αγαπάμε το μοιραζόμαστε με κάθε άλλο κάτοικο μιας κοινωνίας, μιας κοινότητας, μιας γειτονιάς αυτού του κόσμου.
Έχοντας ταξιδέψει για μακρά χρονικά διαστήματα και στην Αγγλία και στην Ινδία, το Νεπάλ ή το Πακιστάν όπως επίσης και στις Η.Π.Α. ή την Ολλανδία και την Σκανδιναβία αλλά και στο Μεξικό, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι η φτώχεια, η πείνα, η κοινωνική απομόνωση, η πίκρα για την ζωή, η απογοήτευση, η αποξένωση, η εγκληματικότητα και ο κυνικός απανθρωπισμός που συνάντησα στις νεοφιλελεύθερες χώρες "πρότυπο" για τους κυβερνήτες μας, δηλαδή τις Η.Π.Α. και την Αγγλία, είναι ασύγκριτα πιο μεγάλη από αυτή που γνώρισα στα "υποβαθμισμένα" σοκάκια των φτωχών χωρών...
Οι άνθρωποι στην Θεσσαλονίκη ή τα Χανιά, το Μέξικο Σίτυ ή την Καλκούτα είναι σίγουρα πιο ευτυχισμένοι από τους ανθρώπους στην Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο. Μια ευτυχία που βασίζεται στην ουσιαστική συνύπαρξη και την αίσθηση της κοινότητας.
Ο θρήνος για την καταστροφή της κοινότητας βρίσκεται πίσω από όλες τις κοινωνικές εξεγέρσεις της εποχής μας και ταξιδεύοντας στην πλούσια Δύση γνώρισα αυτό τον θρήνο και είδα τα φρικτά του αποτελέσματα. Τον είδα στα πρόσωπα των χιλιάδων καταυλισμών νεο-άστεγων και νεόπτωχων στις Η.Π.Α., τον είδα στις αποξενωμένες και αλλοτριωμένες μελαγχολίες των επιτυχημένων και των ευκατάστατων, τον είδα στην αγωνία της επιβίωσης των αποκλεισμένων και των χιλιάδων ανέργων, τον είδα στα μάτια των παιδιών στις γκρίζες νεκροπόλεις, με τις κάμερες παρακολούθησης, τις συμμορίες στους δρόμους και τις περιπολίες της αστυνομίας. Η "κρίση" δεν είναι τίποτα άλλο παρά αναδιανομή του υλικού πλούτου προς όφελος των κυρίαρχων...
Υπάρχει όμως πολύ μεγαλύτερος πλούτος στο ανθρώπινο πνεύμα κάθε απλού καθημερινού ατόμου που αναρωτιέται, αμφισβητεί, μαθαίνει, συμμετέχει και εκφράζεται από όλο τον πλούτο που κρύβουν στις τράπεζες οι υπουργοί και οι επιχειρηματίες. 

Η ριζοσπαστική Τέχνη και κάθε μορφή πειραματισμού ή ελεύθερης κριτικής σκέψης, η συλλογική δημιουργικότητα, ο ρομαντισμός, ο έρωτας, και η πηγαία ανθρώπινη ευγενική ευαισθησία, στην εποχή μας, έχουν να αντιμετωπίσουν την επιθετική εχθρότητα των εμπορευματικών μηχανισμών και όλων των κρατικών θεσμών. Αυτό είναι μια περιπέτεια που σίγουρα αξίζει να την αποπειραθείς. Αξίζει να ζήσουμε και να αγωνιστούμε για την ελευθερία. 
Να υπερασπιστούμε τις ευαισθησίες μας και τα παιδικά μας όνειρα, τις μικρές απλές χαρές της ζωής, μια φροντίδα για τον άλλον που δεν μπορεί να πουληθεί στα σούπερ μάρκετ, ένα γλυκό χαμόγελο που δεν μπορεί να το αναπαραστήσει κανένα φωτομοντέλο. Αυτό απαιτεί να έρχεσαι αντιμέτωπος με επιλογές που είναι επικίνδυνες, αλλά απαιτούν να εκφραστούν, να επικοινωνηθούν και να επικοινωνήσουν. Επίσης σημαίνει ότι σε μια εποχή ατομικισμού σαν την δικιά μας πρέπει να αγωνίζεσαι για χάρη της κοινότητας, σε μια εποχή υπακοής να είσαι ανυπάκουος, σε μια κοινωνία που βυθίζεται να γίνεσαι χέρι βοήθειας για όσους σε χρειάζονται και χέρι τιμωρίας για τους εχθρούς της Ελευθερίας, σε ένα κόσμο που βαδίζει προς την καταστροφή να βαδίζεις προς την Ουτοπία.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει αυτό. Μπορεί να είναι με μια διαδήλωση, μια σύγκρουση με την αστυνομία, ένα ποίημα, ένα χαμόγελο, μια έκρηξη, ένα φιλί ή μια θεατρική παράσταση. Για να πάει αυτός ο κόσμος έστω και ένα βήμα πιο πέρα χρειαζόμαστε όλους αυτούς τους τρόπους σε όποια σειρά και αν αποφασίσει ο καθένας μας να τους εξασκήσει.

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
http://voidnetwork.blogspot.com/
κείμενο: Τάσος Σαγρής


Ο Τάσος Σαγρής είναι θεατρικός σκηνοθέτης και ποιητής από την συλλογικότητα 
Κενό Δίκτυο. 
Επόμενη παράσταση: "ΨΥΧΩΣΗ!" βασισμένο στο κείμενο της SARAH KANE "4.48 Psychosis" έναρξη: Δευτ. 14 Οκτωβρίου θέατρο Παραμυθίας

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

“Δεν είναι μίσος για την Χώρα, αλλά αγάπη για την Ζωή” / Με αφορμή την παράσταση "Πεθαίνω Σαν Χώρα" / Συνέντευξη




















Ο σκηνοθέτης Τάσος Σαγρής μιλά για την παράσταση στον ΓΙΩΡΓΟ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ για την Ηπειρώτικη εφημερίδα ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ  με αφορμή την περιοδεία της παράστασης "Πεθαίνω Σαν Χώρα" και τις εμφανίσεις στα Ιωάννινα Σάββατο, 19 Μάιος 2012

Πρόκειται για μία πολιτική παράσταση. Για μία κραυγή ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνία που κρύβει επιμελώς την υποκρισία πίσω από τις βιτρίνες του καθώς πρέπει. “Πεθαίνω σαν χώρα”. Το θεατρικό του Δημήτρη Δημητριάδη. Γραμμένο το 1978, σε μία εποχή αναστατώσεων όπως η δική μας, παραμένει διαχρονικά επίκαιρο. Κάτι σαν γροθιά στο στομάχι. Αρκεί ένα απόσπασμα: ““Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή”. Είναι μόνο μία κραυγή, μία καταδίκη υου υπάρχοντος; Όχι μόνο απαντά ο Τάσος Σαγρής, σκηνοθέτης του έργου το οποίο ανεβαίνει από χτες ως αύριο Κυριακή στο Politheatro (αίθουσα 2) από το Iνστιτούτο Πειραματικών Τεχνών (Τhe Institute for Experimental Arts). Το Ινστιτούτο ήρθε και πέρυσι στην πόλη μας, ίδια εποχή, για να παρουσιάσει τις “Δούλες” του Ζαν Ζενέ, την πρώτη του θεατρική απόπειρα. Αποτελεί δε μία ομάδα που δεν στηρίζεται στην κρατική χρηματοδότηση, αλλά στη συνδρομή του κοινού. Όσο για τον πειραματισμό του βρίσκει στέγη σε ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, όπως το Nosotros στα Εξάρχεια, δείχνοντας πως υπάρχει κι άλλος δρόμος για την τέχνη πέρα από τους ιδιώτες χορηγούς και την κρατική σίτιση. 


-Πόσο επίκαιρο είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1978; τι μας λέει για το σήμερα;
Όπως είπε πρόσφατα σε μια άλλη συνέντευξη η συμπρωταγωνίστρια της παράστασης Σίσσυ Δουτσίου, “το συγκλονιστικό με το έργο Πεθαίνω Σαν Χώρα δεν είναι η επικαιρότητα του, αλλά ότι η Ιστορία της ανισότητας, της εκμετάλλευσης, της κυριαρχίας, του πολέμου και της καταστροφικής αδηφαγίας που εκφράζονται μέσα στο κείμενο διαγράφει ξανά και ξανά τους ίδιους κύκλους μέσα στους αιώνες παίρνοντας μαζί της εκατομμύρια ανθρώπους”, 


Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

“Ο ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΣ” από το βιβλίο «EΡΓΑΣΙΑ: Καπιταλισμός / Οικονομία / Αντίσταση» της ομάδας Crimethinc (H.Π.Α. 2011)









Τα εργατικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα κατευνάστηκαν από τις εργατικές μεταρρυθμίσεις και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα. Αυτοί που αντιστάθηκαν σε αυτή την διαδικασία και συνέχισαν τις επαναστατικές διακηρύξεις απομονώθηκαν και καταδιώχθηκαν σε αντικομουνιστικά κυνήγια μαγισσών. Για παράδειγμα στην Χιλή, τα αντιστασιακά κινήματα προσέφεραν μεγάλη βοήθεια στο να εξαναγκαστεί ο δικτάτορας Πινοσέτ σε παραίτηση. Όμως, μετά την πτώση της δικτατορίας, οι αντάρτες που συνέχισαν τον αγώνα ενάντια στα οικονομικά μέτρα που είχε επιβάλλει ο Πινοσέτ χτυπήθηκαν ανελέητα από τους έως προσφάτως αντιφρονούντες και αντιστασιακούς συμμάχους τους.                             
Σε ένα άλλο αντίστοιχο παράδειγμα, αμέσως μετά την μετατόπιση ενός κομματιού του κινήματος για την υπεράσπιση των ζώων στην εμπορευματοποιημένη χορτοφαγία και τις ανάλογες επιχειρήσεις, το εναπομείναν κίνημα υπέστη βάναυσες διώξεις και καταστολή με μια σειρά από νέες νομοθετικές ρήτρες που περιλάμβαναν ανάμεσα τους και τον αντιτρομοκρατικό νόμο που πήρε το όνομα Νόμος Προστασίας των Εταιριών Ζωοειδών
nimal Enterprise Terrorism Act).                                                   
Κάθε φορά που οι άνθρωποι εξαπολύουν μια ισχυρή πρόκληση ενάντια σε κάποια από τις εκφάνσεις του καπιταλισμού πάντα στο τέλος εμφανίζεται ένα αντίστοιχο σενάριο. Οι υπερασπιστές της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων καταπραΰνουν τους αντιπάλους, συμφιλιώνονται με κάποιους από αυτούς και έπειτα δεν τους συγκρατεί τίποτα από το να συντρίψουν τους ασυμβίβαστους.                   Έτσι η αντίσταση χωρίζεται στα δύο με μια μίξη από θέλγητρα και βία και η άρχουσα τάξη επανεγκαθιδρύεται με τρόπο που μπορεί να συμπεριλάβει ένα τμήμα από τους προηγούμενους αντιφρονούντες ενώ οι υπόλοιποι καταπνίγονται.
Υπό την πίεση αυτών των δεδομένων, οι πιο «λογικοί» συμβιβάζονται και επιδιώκουν να επιτύχουν έναν διακανονισμό αντί να ρισκάρουν να γευθούν την πλήρη ισχύ της καταστολής. Δυστυχώς αυτή η προοπτική φαντάζει «λογική» απλώς και μόνο επειδή είναι τόσοι πολλοί αυτοί που την επιλέγουν σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Από την στιγμή που μια κρίσιμη μάζα ατόμων επιλέγει να διαπραγματευθεί τους όρους της ανακωχής, όλοι εκτός από τους ατίθασους και τους ανυπότακτους σπεύδουν να συνταχθούν με τους όρους αυτής της συνθήκης σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο όταν βυθίζεται.
Όλοι οι άλλοι, αυτοί δηλαδή που παλεύουμε για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με την εκμετάλλευση και την καταπίεση αντί απλά να αρκούμαστε στα ημίμετρα, παρουσιαζόμαστε φυσικά από το σύστημα σαν εγκληματίες και δεχόμαστε ανελέητες επιθέσεις, νέους κατασταλτικούς νόμους και καμπάνιες δυσφήμησης. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τις μικρότερες παραχωρήσεις που κερδίζουν τελικά οι ρεφορμιστές τις χρωστάνε στους ασυμβίβαστους και τον αγώνα τους. 
Οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί διατείνονται ότι η συγκρουσιακή αντίσταση απονομιμοποιεί την εναντίωση και όμως αντιθέτως είναι αυτή ακριβώς που αναγκάζει το κράτος να νομιμοποιεί, να συνδιαλέγεται και να αναγνωρίζει τους ρεφορμιστές.  Το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική για παράδειγμα, δεν θα κατάφερνε ποτέ τις νίκες που πέτυχε χωρίς την ύπαρξη στρατευμένων όπως ο Μαλκομ Χ και μετέπειτα οι Μαύροι Πάνθηρες και την ανεξέλεγκτη απειλή που αυτοί αντιπροσώπευαν.
Οι θιασώτες των μεταρρυθμίσεων επιτυγχάνουν αποφασιστικές αλλαγές και επιβραβεύονται υπό τον όρο να παραμείνουν σιωπηλοί και απαθείς καθώς οι εξεγερμένοι συντρίβονται και διαγράφονται από την Ιστορία. Αυτό τελικά δίνει λανθασμένες εντυπώσεις στις επερχόμενες γενιές για το πώς συμβαίνουν οι κοινωνικές αλλαγές, καθώς υπαινίσσεται ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθούν είναι όταν οι άνθρωποι διαμαρτύρονται προς τους ισχυρούς με τους «σωστούς» θεσμοθετημένους τρόπους.
Μέσω αυτής της διαδικασίας τα πράγματα γίνονται ιδιαιτέρως πολύπλοκα καθώς τα απομεινάρια των παλαιότερων κινημάτων αντίστασης διαπλέκονται με την κυρίαρχη κοινωνική τάξη.
Για παράδειγμα, το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο, που κάποτε ήταν ο πιο αφοσιωμένος εχθρός του ρατσιστικού καθεστώτος απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική, σήμερα κυβερνά την χώρα διαφεντεύοντας και διαιωνίζοντας οικονομικές ανισότητες άμεσα συγκρίσιμες με τις φυλετικές ανισότητες που κάποτε αντιμάχονταν. Πολλοί που κάποτε διαδήλωναν κάτω από τα λάβαρα του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου λόγω των επαναστατικών πολιτικών του θέσεων, συνεχίζουν να το στηρίζουν αν και αυτό έχει πλέον εγκαταλείψει αυτές τις θέσεις, ενώ από την άλλη κοινότητες που συνεχίζουν τον αγώνα ενάντια στην ΝοτιοΑφρικανική κυβέρνηση βρίσκονται σε πόλεμο με τους παλιούς τους συμμάχους.
Οπότε, η ειρήνευση και ο κατευνασμός ενός αγώνα μπορεί να προταθεί από αναπάντεχες πλευρές των αντιμαχόμενων στρατοπέδων ή να παίρνει πολύ ραφιναρισμένες, περίπλοκες και καλοσχεδιασμένες μορφές. Πολλές φορές δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνεις με ποιο τρόπο κάποιοι που διατείνονται ότι πολεμούν ενάντια στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην πραγματικότητα την υπεραμύνονται.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

"H Tελική Ήττα της Γενιάς του ‘60" / Tάσος Σαγρής










Hχογράφηση του ποιήματος στην Κατάληψη Εμπρος




Την τελευταία φορά που προσπάθησε να μιλήσει μαζί της
εκείνη έλειπε σε έναν κόσμο άγνωστο προς αυτόν.
Οι μέρες γίνονταν κάθε μέρα και πιο επικίνδυνες.
Προσπάθησε να της στείλει κάποια σύντομα μηνύματα,
να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια,
να αφουγκραστεί τις νύχτες της
και τα λόγια που κρύβονταν βαθιά μες στις σιωπές της.
Εκείνη γύρναγε πολύ αργά συνήθως από την δουλειά,
καθάριζε γρήγορα το σπίτι, έτρωγε κάτι γρήγορα,
έριχνε μια γρήγορη ματιά στις ειδήσεις,
έλεγε μερικές γρήγορες κοφτές κουβέντες και αποκοιμιόταν
άλλες φορές στο σαλόνι,
μερικές φορές δίπλα του στο παλιό τους κρεβάτι.
Ζούσαν μαζί από παιδιά, σχεδόν πλέον μαζί 40 χρόνια.
Εκείνος ήθελε να γίνει μια φωτιά που να καίει ακατάπαυστα
και όμως,
από όλη αυτή την προσπάθεια έμειναν μόνο στάχτες.
Ήθελε να γίνει σπουδαίος, σοφός, όμορφος και πλούσιος
και όμως απέμεινε μόνος, σιωπηλός, ξεχασμένος σε μια γωνιά του μυαλού του.
Στα καφενεία σιγομουρμουρίζει συμβουλές για τους τυφλούς και τους αγράμματους,
διασκεδάζει με τα hit της εποχής στο ράδιο, στα ταξί και στα φτηνά ξενυχτάδικα,
συχνά γίνεται θέαμα όταν μεθάει και ξεκινάει καβγάδες,
οι ξιπασμένοι προϊστάμενοι τον αντιμετωπίζουνε με μια συγκρατημένη συμπάθεια.
Είχε σκοπό να κάνει μια μεγάλη προσπάθεια.
Ο σκοπός ξεχάστηκε,
η προσπάθεια έμεινε ανολοκλήρωτη,
όσα και αν κατάφερε δεν κατάφερε τίποτα.
Οι μέρες γίνονταν κάθε μέρα και πιο επικίνδυνες.
Εκείνος ήταν πλέον 65 χρονών…
Εκείνος ήταν πλέον 65 χρονών…

Είδε την πόλη να γίνεται παγίδα,
τους φτωχούς να πυροβολούνται μεταξύ τους στους δρόμους για λίγες δεκάρες,
έχασε την πίστη του σε κάθε τί ιερό του είχε απομείνει σε αυτή την ζωή
και δεν μπορούσε να προβλέψει τίποτα πια,
είδε τους πιστούς της αγοράς να συναθροίζονται σε καταστήματα,
πολυτελή σινεμά  και bar και πορνεία,
οι εφημερίδες έσπερναν τον πανικό στους προσήλυτους της κυβέρνησης,
τα παιδιά ουρλιάζανε στους δρόμους
σε απελπισμένες διαδηλώσεις
που περιέφεραν
το λείψανο της ελπίδας τους
σαπισμένο και κούφιο.

Είδε το κοινωνικό σύνολο να αποσαθρώνεται,
την κοινότητα να καταρρέει,
εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω του και έφυγε.


 Άφησε πίσω του την γυναίκα του να κοιτάζει με μάτια ψυχρά προς το τίποτα,
απονεκρωμένη, γεμάτη απόγνωση,
μόνη της μετά από τόσα χρόνια στο ίδιο σαλόνι,
στην ίδια κουζίνα, η ίδια τηλεόραση, οι ίδιες ειδήσεις.
Έζησαν μαζί από το 1974 έως το 2013,
εκείνος τελικά αποφάσισε να εξαφανιστεί από την ζωή του.
Οι ευθύνες τον είχαν κουράσει τόσο πολύ που τα λόγια της γυναίκας του
τον τελευταίο καιρό,
ακούγονταν στα αυτιά του σαν ενοχλητικά μουρμουρίσματα

Η αγάπη πέθανε.

Εκείνος ήταν πλέον 65 χρονών…   

Έκρυβε μέσα στην καρδιά του ένα απέραντο μίσος για όλα όσα κάποτε αγάπησε…
Ήθελε να δει την γυναίκα του νεκρή σε φτηνό φέρετρο
τα παιδιά του να πουλιούνται σαν σκλάβοι σε πολυεθνικές εταιρίες,
ήθελε να δει τους συναδέλφους του στην δουλειά
να πυροβολούνται στους δρόμους από την αστυνομία,
ήθελε να δει τα δέντρα της γειτονιάς να ξεριζώνονται
και να πετιούνται στα σκουπίδια, τα λουλούδια να σαπίζουν στα βάζα  

Είχε γίνει πλέον 65 χρονών…

Είχε μια μυρωδιά πτώματος που έβγαινε συνεχώς μέσα από τα πνευμόνια του,
το σώμα του σάπιζε από μέσα προς τα έξω,
οι  σκέψεις του ήταν βρώμικες, απελπισμένες, κρυφές,
κινήσεις πανικού και ανεκπλήρωτες επιταγές, χρέη, λογαριασμοί,
το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς,
οι δανειστές απαιτούσαν αποπληρωμές και υποθήκες

Εκείνος άρχισε να συναντιέται όλο και πιο συχνά
με μια κοπέλα που είχε κάνει μαζί της έρωτα μια φορά πριν από 26 χρόνια .
Εκείνη πλέον ήταν μια γυναίκα 58 χρονών, χοντρή, άσχημη, απεριποίητη,
γεμάτη υστερικές κραυγές που δεν εκφράστηκαν ποτέ,
καθηλωμένη σε μια αδιόρατη καθημερινή επανάληψη
χωρίς ορατές διαθέσεις, χωρίς επιθυμίες,
σε μόνιμη καταστολή από τα ψυχοφάρμακα που κατανάλωνε
ώστε να μην χρειάζεται να δίνει σαφείς απαντήσεις.
Εκείνος χρειαζόταν να κρυφτεί
πίσω από μια κατάσταση χωρίς σαφείς απαντήσεις.

Τις στιγμές που το μισοερεθισμένο του όργανο
έμπαινε βαθιά μέσα στο παχύ ζεστό μουνί της
ένιωθε την ηδονή της προδοσίας προς την γυναίκα του
να του υπνωτίζει την σκέψη σαν ηρωίνη

Περπατούσε στους δρόμους χωρίς να κοιτάζει γύρω του πλέον,
πρώτα άρχισε να μισεί τους ξένους
έπειτα όλοι γύρω
του έμοιαζαν ξένοι,
δεν χρειαζόταν κανέναν, δεν ήθελε να τον χρειάζεται κανένας,
ήθελε να οδηγήσει το αυτοκίνητο του με μεγάλη ταχύτητα 
επάνω στην πόρτα της τράπεζας,
ήθελε να σκίσει τον λογαριασμό του τηλεφώνου 
και το εκκαθαριστικό της εφορίας,
ήξερε πως δεν μπορούσε πλέον να αγωνιστεί για τίποτα,
αφού δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να καταφέρει
και τίποτα που να αξίζει να αγωνιστείς για αυτό.
Ήθελε να δει τους πολιτικούς κρεμασμένους,
τους ανέργους και τα νεαρά παιδιά να ζητιανεύουν στους δρόμους
αποστεωμένοι από την πείνα,
μια πείνα που νόμιζε κάποτε πως δεν θα την έβλεπε ποτέ μπροστά του.
Ήθελε να δει τον στρατό να εκτελεί τους άστεγους
και τις έφηβες πόρνες στους δρόμους χωρίς αναστολές
και χωρίς αμφιβολίες.
Ήθελε να πυροβολήσει τους μετανάστες στην πλατεία της γειτονιάς του.

Το σώμα του σάπιζε από μέσα προς τα έξω,
η αποπνικτική μυρωδιά που ανέδυε αυτή η αποσύνθεση
του τρυπούσε το κρανίο και θόλωνε την σκέψη του.

Άρχισε να οπλοφορεί παράνομα και να ψάχνει ευκαιρίες για να πυροβολήσει,
ήθελε να σκοτώσει κάτι μέσα του 
αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει τί ακριβώς ήταν αυτό.
Ό, τι είχε μείνει ζωντανό
ένιωθε την ανάγκη να τελειώνει μαζί του για πάντα
Μέρα με την ημέρα, μισούσε όλο και περισσότερο όλα όσα αγάπησε κάποτε

Η αγάπη πέθανε
Η τελική ήττα της γενιάς του 60

Ο Φασισμός, η αποκτήνωση

Η τελική ήττα της γενιάς του 60

Ο Φασισμός, η αποκτήνωση

Η τελική ήττα της γενιάς του ‘60
         
Ήθελε να δει τα βιβλία να καίνε τα μάτια των παιδιών στα σχολεία,
οι σχολικές αυλές να σιωπήσουν για πάντα,
τα δημόσια νοσοκομεία να πουληθούν
σε μαφιόζους και εφοπλιστές εμπόρους ναρκωτικών,
τα θέατρα να καταρρεύσουν σκοτώνοντας χιλιάδες θεατές,
οι κινηματογράφοι να παίζουν ταινίες για τυφλούς και αγράμματους,
ήθελε να δει χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στους δρόμους
από επιδημίες και αθεράπευτες πληγές του παρελθόντος

Είχε μια πληγή μέσα του, μια πληγή του παρελθόντος
που μέρα με την ημέρα σάπιζε και σκότωνε ό,τι είχε μείνει ζωντανό

Έβλεπε κάπου-κάπου την γυναίκα του,
όποτε έπρεπε να πάει στο παλιό του σπίτι για τους λογαριασμούς
ή αν είχε έρθει κάποια ειδοποίηση απ’ τις τράπεζες και την εφορία
ή για τα προσκλητήρια των γάμων, τις κηδείες και τις άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις.
Δεν ήθελε να έχει πλέον οικογενειακές υποχρεώσεις.
Παράτησε την γυναίκα του, 
την εγκατέλειψε μόνη της στον ίδιο καναπέ, το ίδιο σαλόνι,
την ίδια κουζίνα, η ίδια τηλεόραση, οι ίδιες ειδήσεις.
Έστειλε ένα μήνυμα με το κινητό στα παιδιά του που ήταν πλέον 30 χρονών
και όμως δεν είχανε κανένα μέλλον μπροστά τους… Το μήνυμα έγραφε:
« Είμαι ευτυχισμένος και ερωτευμένος. Μην με ενοχλήσετε ποτέ ξανά.»
Μια φορά σε ένα καφενείο, μισοαναίσθητος από τα ψυχοφάρμακα τους είχε πει:
«Στο παλιό το σπίτι είχε πολύ φασαρία, πολλά λόγια… Με την άλλη είναι ήσυχα…»
Τα παιδιά έμειναν σιωπηλά.

Η αγάπη πέθανε.

Η αποκτήνωση… Η αποκτήνωση…

Εκείνος ένιωθε ένα απελπισμένο μίσος
να τον κατακλύζει μέχρι βαθιά στα σωθικά του.
Σάπιζε από μέσα προς τα έξω…
Όταν έχωνε μέσα στο ζεστό μουνί της το μισοερεθισμένο του όργανο
έχυνε ένα πράσινο πηχτό σαπισμένο σπέρμα μέσα της
και έπειτα στεκότανε όρθιος γυμνός δίπλα στο παράθυρο και κάπνιζε μόνος του
κοιτώντας κρυφά προς τον δρόμο.
Εκείνη υπνωτισμένη από τα ψυχοφάρμακα
έμενε για ώρες σιωπηλή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι,
τα παραθυρόφυλλα πάντα κλειστά
και ένα σκοτάδι να απλώνεται πάνω από την πόλη
και στις καρδιές των ανθρώπων,
σκοτάδι τόσο βαθύ
που πλέον
δεν μπορούσες να κοιτάξεις τίποτα άλλο τριγύρω σου παρά μόνο σκιές
Είχαν γίνει πλέον όλοι σκιές.
Η αγάπη πέθανε…

Η τελική ήττα της γενιάς του ‘60