Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

“Ο ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΣ” από το βιβλίο «EΡΓΑΣΙΑ: Καπιταλισμός / Οικονομία / Αντίσταση» της ομάδας Crimethinc (H.Π.Α. 2011)









Τα εργατικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα κατευνάστηκαν από τις εργατικές μεταρρυθμίσεις και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα. Αυτοί που αντιστάθηκαν σε αυτή την διαδικασία και συνέχισαν τις επαναστατικές διακηρύξεις απομονώθηκαν και καταδιώχθηκαν σε αντικομουνιστικά κυνήγια μαγισσών. Για παράδειγμα στην Χιλή, τα αντιστασιακά κινήματα προσέφεραν μεγάλη βοήθεια στο να εξαναγκαστεί ο δικτάτορας Πινοσέτ σε παραίτηση. Όμως, μετά την πτώση της δικτατορίας, οι αντάρτες που συνέχισαν τον αγώνα ενάντια στα οικονομικά μέτρα που είχε επιβάλλει ο Πινοσέτ χτυπήθηκαν ανελέητα από τους έως προσφάτως αντιφρονούντες και αντιστασιακούς συμμάχους τους.                             
Σε ένα άλλο αντίστοιχο παράδειγμα, αμέσως μετά την μετατόπιση ενός κομματιού του κινήματος για την υπεράσπιση των ζώων στην εμπορευματοποιημένη χορτοφαγία και τις ανάλογες επιχειρήσεις, το εναπομείναν κίνημα υπέστη βάναυσες διώξεις και καταστολή με μια σειρά από νέες νομοθετικές ρήτρες που περιλάμβαναν ανάμεσα τους και τον αντιτρομοκρατικό νόμο που πήρε το όνομα Νόμος Προστασίας των Εταιριών Ζωοειδών
nimal Enterprise Terrorism Act).                                                   
Κάθε φορά που οι άνθρωποι εξαπολύουν μια ισχυρή πρόκληση ενάντια σε κάποια από τις εκφάνσεις του καπιταλισμού πάντα στο τέλος εμφανίζεται ένα αντίστοιχο σενάριο. Οι υπερασπιστές της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων καταπραΰνουν τους αντιπάλους, συμφιλιώνονται με κάποιους από αυτούς και έπειτα δεν τους συγκρατεί τίποτα από το να συντρίψουν τους ασυμβίβαστους.                   Έτσι η αντίσταση χωρίζεται στα δύο με μια μίξη από θέλγητρα και βία και η άρχουσα τάξη επανεγκαθιδρύεται με τρόπο που μπορεί να συμπεριλάβει ένα τμήμα από τους προηγούμενους αντιφρονούντες ενώ οι υπόλοιποι καταπνίγονται.
Υπό την πίεση αυτών των δεδομένων, οι πιο «λογικοί» συμβιβάζονται και επιδιώκουν να επιτύχουν έναν διακανονισμό αντί να ρισκάρουν να γευθούν την πλήρη ισχύ της καταστολής. Δυστυχώς αυτή η προοπτική φαντάζει «λογική» απλώς και μόνο επειδή είναι τόσοι πολλοί αυτοί που την επιλέγουν σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Από την στιγμή που μια κρίσιμη μάζα ατόμων επιλέγει να διαπραγματευθεί τους όρους της ανακωχής, όλοι εκτός από τους ατίθασους και τους ανυπότακτους σπεύδουν να συνταχθούν με τους όρους αυτής της συνθήκης σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο όταν βυθίζεται.
Όλοι οι άλλοι, αυτοί δηλαδή που παλεύουμε για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με την εκμετάλλευση και την καταπίεση αντί απλά να αρκούμαστε στα ημίμετρα, παρουσιαζόμαστε φυσικά από το σύστημα σαν εγκληματίες και δεχόμαστε ανελέητες επιθέσεις, νέους κατασταλτικούς νόμους και καμπάνιες δυσφήμησης. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τις μικρότερες παραχωρήσεις που κερδίζουν τελικά οι ρεφορμιστές τις χρωστάνε στους ασυμβίβαστους και τον αγώνα τους. 
Οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί διατείνονται ότι η συγκρουσιακή αντίσταση απονομιμοποιεί την εναντίωση και όμως αντιθέτως είναι αυτή ακριβώς που αναγκάζει το κράτος να νομιμοποιεί, να συνδιαλέγεται και να αναγνωρίζει τους ρεφορμιστές.  Το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική για παράδειγμα, δεν θα κατάφερνε ποτέ τις νίκες που πέτυχε χωρίς την ύπαρξη στρατευμένων όπως ο Μαλκομ Χ και μετέπειτα οι Μαύροι Πάνθηρες και την ανεξέλεγκτη απειλή που αυτοί αντιπροσώπευαν.
Οι θιασώτες των μεταρρυθμίσεων επιτυγχάνουν αποφασιστικές αλλαγές και επιβραβεύονται υπό τον όρο να παραμείνουν σιωπηλοί και απαθείς καθώς οι εξεγερμένοι συντρίβονται και διαγράφονται από την Ιστορία. Αυτό τελικά δίνει λανθασμένες εντυπώσεις στις επερχόμενες γενιές για το πώς συμβαίνουν οι κοινωνικές αλλαγές, καθώς υπαινίσσεται ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθούν είναι όταν οι άνθρωποι διαμαρτύρονται προς τους ισχυρούς με τους «σωστούς» θεσμοθετημένους τρόπους.
Μέσω αυτής της διαδικασίας τα πράγματα γίνονται ιδιαιτέρως πολύπλοκα καθώς τα απομεινάρια των παλαιότερων κινημάτων αντίστασης διαπλέκονται με την κυρίαρχη κοινωνική τάξη.
Για παράδειγμα, το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο, που κάποτε ήταν ο πιο αφοσιωμένος εχθρός του ρατσιστικού καθεστώτος απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική, σήμερα κυβερνά την χώρα διαφεντεύοντας και διαιωνίζοντας οικονομικές ανισότητες άμεσα συγκρίσιμες με τις φυλετικές ανισότητες που κάποτε αντιμάχονταν. Πολλοί που κάποτε διαδήλωναν κάτω από τα λάβαρα του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου λόγω των επαναστατικών πολιτικών του θέσεων, συνεχίζουν να το στηρίζουν αν και αυτό έχει πλέον εγκαταλείψει αυτές τις θέσεις, ενώ από την άλλη κοινότητες που συνεχίζουν τον αγώνα ενάντια στην ΝοτιοΑφρικανική κυβέρνηση βρίσκονται σε πόλεμο με τους παλιούς τους συμμάχους.
Οπότε, η ειρήνευση και ο κατευνασμός ενός αγώνα μπορεί να προταθεί από αναπάντεχες πλευρές των αντιμαχόμενων στρατοπέδων ή να παίρνει πολύ ραφιναρισμένες, περίπλοκες και καλοσχεδιασμένες μορφές. Πολλές φορές δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνεις με ποιο τρόπο κάποιοι που διατείνονται ότι πολεμούν ενάντια στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην πραγματικότητα την υπεραμύνονται.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

"H Tελική Ήττα της Γενιάς του ‘60" / Tάσος Σαγρής










Hχογράφηση του ποιήματος στην Κατάληψη Εμπρος




Την τελευταία φορά που προσπάθησε να μιλήσει μαζί της
εκείνη έλειπε σε έναν κόσμο άγνωστο προς αυτόν.
Οι μέρες γίνονταν κάθε μέρα και πιο επικίνδυνες.
Προσπάθησε να της στείλει κάποια σύντομα μηνύματα,
να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια,
να αφουγκραστεί τις νύχτες της
και τα λόγια που κρύβονταν βαθιά μες στις σιωπές της.
Εκείνη γύρναγε πολύ αργά συνήθως από την δουλειά,
καθάριζε γρήγορα το σπίτι, έτρωγε κάτι γρήγορα,
έριχνε μια γρήγορη ματιά στις ειδήσεις,
έλεγε μερικές γρήγορες κοφτές κουβέντες και αποκοιμιόταν
άλλες φορές στο σαλόνι,
μερικές φορές δίπλα του στο παλιό τους κρεβάτι.
Ζούσαν μαζί από παιδιά, σχεδόν πλέον μαζί 40 χρόνια.
Εκείνος ήθελε να γίνει μια φωτιά που να καίει ακατάπαυστα
και όμως,
από όλη αυτή την προσπάθεια έμειναν μόνο στάχτες.
Ήθελε να γίνει σπουδαίος, σοφός, όμορφος και πλούσιος
και όμως απέμεινε μόνος, σιωπηλός, ξεχασμένος σε μια γωνιά του μυαλού του.
Στα καφενεία σιγομουρμουρίζει συμβουλές για τους τυφλούς και τους αγράμματους,
διασκεδάζει με τα hit της εποχής στο ράδιο, στα ταξί και στα φτηνά ξενυχτάδικα,
συχνά γίνεται θέαμα όταν μεθάει και ξεκινάει καβγάδες,
οι ξιπασμένοι προϊστάμενοι τον αντιμετωπίζουνε με μια συγκρατημένη συμπάθεια.
Είχε σκοπό να κάνει μια μεγάλη προσπάθεια.
Ο σκοπός ξεχάστηκε,
η προσπάθεια έμεινε ανολοκλήρωτη,
όσα και αν κατάφερε δεν κατάφερε τίποτα.
Οι μέρες γίνονταν κάθε μέρα και πιο επικίνδυνες.
Εκείνος ήταν πλέον 65 χρονών…
Εκείνος ήταν πλέον 65 χρονών…

Είδε την πόλη να γίνεται παγίδα,
τους φτωχούς να πυροβολούνται μεταξύ τους στους δρόμους για λίγες δεκάρες,
έχασε την πίστη του σε κάθε τί ιερό του είχε απομείνει σε αυτή την ζωή
και δεν μπορούσε να προβλέψει τίποτα πια,
είδε τους πιστούς της αγοράς να συναθροίζονται σε καταστήματα,
πολυτελή σινεμά  και bar και πορνεία,
οι εφημερίδες έσπερναν τον πανικό στους προσήλυτους της κυβέρνησης,
τα παιδιά ουρλιάζανε στους δρόμους
σε απελπισμένες διαδηλώσεις
που περιέφεραν
το λείψανο της ελπίδας τους
σαπισμένο και κούφιο.

Είδε το κοινωνικό σύνολο να αποσαθρώνεται,
την κοινότητα να καταρρέει,
εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω του και έφυγε.


 Άφησε πίσω του την γυναίκα του να κοιτάζει με μάτια ψυχρά προς το τίποτα,
απονεκρωμένη, γεμάτη απόγνωση,
μόνη της μετά από τόσα χρόνια στο ίδιο σαλόνι,
στην ίδια κουζίνα, η ίδια τηλεόραση, οι ίδιες ειδήσεις.
Έζησαν μαζί από το 1974 έως το 2013,
εκείνος τελικά αποφάσισε να εξαφανιστεί από την ζωή του.
Οι ευθύνες τον είχαν κουράσει τόσο πολύ που τα λόγια της γυναίκας του
τον τελευταίο καιρό,
ακούγονταν στα αυτιά του σαν ενοχλητικά μουρμουρίσματα

Η αγάπη πέθανε.

Εκείνος ήταν πλέον 65 χρονών…   

Έκρυβε μέσα στην καρδιά του ένα απέραντο μίσος για όλα όσα κάποτε αγάπησε…
Ήθελε να δει την γυναίκα του νεκρή σε φτηνό φέρετρο
τα παιδιά του να πουλιούνται σαν σκλάβοι σε πολυεθνικές εταιρίες,
ήθελε να δει τους συναδέλφους του στην δουλειά
να πυροβολούνται στους δρόμους από την αστυνομία,
ήθελε να δει τα δέντρα της γειτονιάς να ξεριζώνονται
και να πετιούνται στα σκουπίδια, τα λουλούδια να σαπίζουν στα βάζα  

Είχε γίνει πλέον 65 χρονών…

Είχε μια μυρωδιά πτώματος που έβγαινε συνεχώς μέσα από τα πνευμόνια του,
το σώμα του σάπιζε από μέσα προς τα έξω,
οι  σκέψεις του ήταν βρώμικες, απελπισμένες, κρυφές,
κινήσεις πανικού και ανεκπλήρωτες επιταγές, χρέη, λογαριασμοί,
το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς,
οι δανειστές απαιτούσαν αποπληρωμές και υποθήκες

Εκείνος άρχισε να συναντιέται όλο και πιο συχνά
με μια κοπέλα που είχε κάνει μαζί της έρωτα μια φορά πριν από 26 χρόνια .
Εκείνη πλέον ήταν μια γυναίκα 58 χρονών, χοντρή, άσχημη, απεριποίητη,
γεμάτη υστερικές κραυγές που δεν εκφράστηκαν ποτέ,
καθηλωμένη σε μια αδιόρατη καθημερινή επανάληψη
χωρίς ορατές διαθέσεις, χωρίς επιθυμίες,
σε μόνιμη καταστολή από τα ψυχοφάρμακα που κατανάλωνε
ώστε να μην χρειάζεται να δίνει σαφείς απαντήσεις.
Εκείνος χρειαζόταν να κρυφτεί
πίσω από μια κατάσταση χωρίς σαφείς απαντήσεις.

Τις στιγμές που το μισοερεθισμένο του όργανο
έμπαινε βαθιά μέσα στο παχύ ζεστό μουνί της
ένιωθε την ηδονή της προδοσίας προς την γυναίκα του
να του υπνωτίζει την σκέψη σαν ηρωίνη

Περπατούσε στους δρόμους χωρίς να κοιτάζει γύρω του πλέον,
πρώτα άρχισε να μισεί τους ξένους
έπειτα όλοι γύρω
του έμοιαζαν ξένοι,
δεν χρειαζόταν κανέναν, δεν ήθελε να τον χρειάζεται κανένας,
ήθελε να οδηγήσει το αυτοκίνητο του με μεγάλη ταχύτητα 
επάνω στην πόρτα της τράπεζας,
ήθελε να σκίσει τον λογαριασμό του τηλεφώνου 
και το εκκαθαριστικό της εφορίας,
ήξερε πως δεν μπορούσε πλέον να αγωνιστεί για τίποτα,
αφού δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να καταφέρει
και τίποτα που να αξίζει να αγωνιστείς για αυτό.
Ήθελε να δει τους πολιτικούς κρεμασμένους,
τους ανέργους και τα νεαρά παιδιά να ζητιανεύουν στους δρόμους
αποστεωμένοι από την πείνα,
μια πείνα που νόμιζε κάποτε πως δεν θα την έβλεπε ποτέ μπροστά του.
Ήθελε να δει τον στρατό να εκτελεί τους άστεγους
και τις έφηβες πόρνες στους δρόμους χωρίς αναστολές
και χωρίς αμφιβολίες.
Ήθελε να πυροβολήσει τους μετανάστες στην πλατεία της γειτονιάς του.

Το σώμα του σάπιζε από μέσα προς τα έξω,
η αποπνικτική μυρωδιά που ανέδυε αυτή η αποσύνθεση
του τρυπούσε το κρανίο και θόλωνε την σκέψη του.

Άρχισε να οπλοφορεί παράνομα και να ψάχνει ευκαιρίες για να πυροβολήσει,
ήθελε να σκοτώσει κάτι μέσα του 
αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει τί ακριβώς ήταν αυτό.
Ό, τι είχε μείνει ζωντανό
ένιωθε την ανάγκη να τελειώνει μαζί του για πάντα
Μέρα με την ημέρα, μισούσε όλο και περισσότερο όλα όσα αγάπησε κάποτε

Η αγάπη πέθανε
Η τελική ήττα της γενιάς του 60

Ο Φασισμός, η αποκτήνωση

Η τελική ήττα της γενιάς του 60

Ο Φασισμός, η αποκτήνωση

Η τελική ήττα της γενιάς του ‘60
         
Ήθελε να δει τα βιβλία να καίνε τα μάτια των παιδιών στα σχολεία,
οι σχολικές αυλές να σιωπήσουν για πάντα,
τα δημόσια νοσοκομεία να πουληθούν
σε μαφιόζους και εφοπλιστές εμπόρους ναρκωτικών,
τα θέατρα να καταρρεύσουν σκοτώνοντας χιλιάδες θεατές,
οι κινηματογράφοι να παίζουν ταινίες για τυφλούς και αγράμματους,
ήθελε να δει χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στους δρόμους
από επιδημίες και αθεράπευτες πληγές του παρελθόντος

Είχε μια πληγή μέσα του, μια πληγή του παρελθόντος
που μέρα με την ημέρα σάπιζε και σκότωνε ό,τι είχε μείνει ζωντανό

Έβλεπε κάπου-κάπου την γυναίκα του,
όποτε έπρεπε να πάει στο παλιό του σπίτι για τους λογαριασμούς
ή αν είχε έρθει κάποια ειδοποίηση απ’ τις τράπεζες και την εφορία
ή για τα προσκλητήρια των γάμων, τις κηδείες και τις άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις.
Δεν ήθελε να έχει πλέον οικογενειακές υποχρεώσεις.
Παράτησε την γυναίκα του, 
την εγκατέλειψε μόνη της στον ίδιο καναπέ, το ίδιο σαλόνι,
την ίδια κουζίνα, η ίδια τηλεόραση, οι ίδιες ειδήσεις.
Έστειλε ένα μήνυμα με το κινητό στα παιδιά του που ήταν πλέον 30 χρονών
και όμως δεν είχανε κανένα μέλλον μπροστά τους… Το μήνυμα έγραφε:
« Είμαι ευτυχισμένος και ερωτευμένος. Μην με ενοχλήσετε ποτέ ξανά.»
Μια φορά σε ένα καφενείο, μισοαναίσθητος από τα ψυχοφάρμακα τους είχε πει:
«Στο παλιό το σπίτι είχε πολύ φασαρία, πολλά λόγια… Με την άλλη είναι ήσυχα…»
Τα παιδιά έμειναν σιωπηλά.

Η αγάπη πέθανε.

Η αποκτήνωση… Η αποκτήνωση…

Εκείνος ένιωθε ένα απελπισμένο μίσος
να τον κατακλύζει μέχρι βαθιά στα σωθικά του.
Σάπιζε από μέσα προς τα έξω…
Όταν έχωνε μέσα στο ζεστό μουνί της το μισοερεθισμένο του όργανο
έχυνε ένα πράσινο πηχτό σαπισμένο σπέρμα μέσα της
και έπειτα στεκότανε όρθιος γυμνός δίπλα στο παράθυρο και κάπνιζε μόνος του
κοιτώντας κρυφά προς τον δρόμο.
Εκείνη υπνωτισμένη από τα ψυχοφάρμακα
έμενε για ώρες σιωπηλή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι,
τα παραθυρόφυλλα πάντα κλειστά
και ένα σκοτάδι να απλώνεται πάνω από την πόλη
και στις καρδιές των ανθρώπων,
σκοτάδι τόσο βαθύ
που πλέον
δεν μπορούσες να κοιτάξεις τίποτα άλλο τριγύρω σου παρά μόνο σκιές
Είχαν γίνει πλέον όλοι σκιές.
Η αγάπη πέθανε…

Η τελική ήττα της γενιάς του ‘60